ποικιλομήτης

ποικιλομήτης
ποικιλομήτης
full of various wiles
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλομήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως, τού Διός και τού Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο μήτης] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλομῆτα — ποικιλομήτης full of various wiles masc voc sg ποικιλομήτης full of various wiles masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλομήτην — ποικιλομήτης full of various wiles masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλομήτου — ποικιλομήτης full of various wiles masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμητις — ήτιδος, ὁ, ἡ, Α ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μῆτις, ιδος (πρβλ. αισχρό μητις)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόστερνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μτφ. αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”